τιτανοθήριο

τιτανοθήριο
το, Ν
στον πληθ. τα τιτανοθήρια
(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, οι εκπρόσωποι τής οποίας εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια τού κατώτερου ηωκαίνου, και εξαπλώθηκαν ώς την Ασία, κατά τις αρχές τού ολιγοκαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. titanotherium (< Τιτάν, -ᾶνος + θηρίο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • τιτανοθηριίνες — οι, Ν (παλαιοντ.) υποοικογένεια τής οικογένειας τών τιτανοθηριιδών, αντιπροσωπευτικός τύπος τής οποίας είναι το τιτανοθήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. titanotheriinae < Τιτάν + θηρίο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”